Τη μνήμη του Αλκέτα Παναγούλια τίμησαν όσοι ήταν παρόντες στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από τους φορείς: «ΠΣΑΟΣ», «ΠΣΑΠ», «ΠΕΠΦΑ» και «Γαλανόλευκος Φάρος». Το σύλλογο φίλων Εθνικής ομάδας εκπροσώπησε ο Δημήτρης Κωτσέλης.
Διαβάστε αναλυτικά την ομιλία του δημοσιογράφου του Γαλανόλευκου Φάρου, Δημήτρη Κωτσέλη, στην εκδήλωση της 16ης Ιουλίου, στη μνήμη του μεγάλου προπονητή της Εθνικής Ελλάδας, Αλκέτα Παναγούλια.
«Κυρίες και κύριοι,
Βλέπουμε σήμερα, και ως απόρροια των επιτυχιών της τελευταίας δεκαετίας, ότι η Εθνική μας ομάδα έχει καταφέρει να στριμωχτεί στην ελίτ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Πώς καταφέραμε όμως να φτάσουμε μέχρι εδώ, στον αφρό και την διεθνή αναγνώριση από την αφάνεια; Και ακόμη περισσότερο, πως έφτασε η Εθνική μας ομάδα τόσα επίπεδα ψηλότερα στην συνείδηση του Έλληνα φιλάθλου, εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο για όλους εμάς που γνωρίζουμε την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα;
Σίγουρα, ακόμα και σήμερα δεν έχουμε φτάσει στο πλέον επιθυμητό αποτέλεσμα, και βλέπουμε ότι παρά τις συνεχόμενες επιτυχίες της Εθνικής μας ομάδας, υπάρχει κάποιες φορές μία τάση απαξίωσής της, η οποία ωστόσο όλο και μικραίνει. Για να φτάσουμε όμως σε αυτό το επίπεδο καταλυτικό στοιχείο ήταν οι επιτυχίες που δόμησαν ένα ισχυρό προφίλ για την Εθνική μας, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, στην φίλαθλη κοινή γνώμη. Γιατί η αλήθεια είναι πως μέσα από τα μεγάλα αποτελέσματα δένονται και οι φίλαθλοι περισσότερο με τις ομάδες τους…
Για να βρεθούμε λοιπόν εδώ που είμαστε εν έτει 2012, χρειάστηκαν να γίνουν σημαντικά και ριζοσπαστικά βήματα. Και η Ιστορία η οποία είναι ίσως και ο μεγαλύτερος κριτής ανέδειξε τον Αλκέτα Παναγούλια στον πάγκο της Εθνικής μας ομάδας ως έναν εκ των πρωτοπόρων για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Δεν είναι μονάχα οι δύο άνευ προηγουμένου προκρίσεις σε τελικές φάσεις ευρωπαϊκού πρωταθλήματος και Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ήταν κυρίως η νοοτροπία που κατάφερε να περάσει στον Έλληνα ποδοσφαιριστή, και κατά συνέπεια στον Έλληνα φίλαθλο, ότι ενωμένοι μπορούμε να πετύχουμε πολλά, να κοιτάξουμε στα μάτια κάθε αντίπαλο και να αποδείξουμε ότι αξίζουμε.
Και για μια κοινωνία όπως η δική μας, που δυστυχώς έχει γαλουχηθεί ανά τις δεκαετίες στη νοοτροπία του διαχωρισμού το να δημιουργήσεις ένα ενωτικό ποδοσφαιρικό πλαίσιο υπό την σκέπη της Εθνικής ομάδας, μόνο εύκολο δεν ήταν και αποδεικνύεται μέχρι σήμερα.
Ο Παναγούλιας εκτός από εξαιρετικός ψυχολόγος - που έδειχνε στον Έλληνα ποδοσφαιριστή ότι μπορεί αρκεί να το πιστέψει - ήταν και άνθρωπος που επιδίωκε την πειθαρχεία και προσπάθησε να περάσει στους παίκτες του ότι οι αγώνες με την Εθνική δεν ήταν ένα… διάλλειμα από τα ματς Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού-ΑΕΚ κλπ, αλλά ήταν η υπέρτατη τιμή για κάθε παίκτη. Εξάλλου, ανέκαθεν όσα γίνονταν σε μία ομάδα, και οι αλλαγές νοοτροπίας πέρναγαν άμεσα και στον κόσμο, τις μεγάλες μάζες που γέμιζαν τα στάδια έχοντας ως μεγάλη τους αγάπη το λαοφιλέστερο των σπορ.
Στο σημείο αυτό λοιπόν θα σταθώ σε έναν συγκεκριμένο αγώνα επί εποχής Παναγούλια, ο οποίος θεωρώ ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως προάγγελος των επιτυχιών αλλά κυρίως της αλλαγής νοοτροπίας στον φίλαθλο κόσμο.
Πρόκειται για τον αγώνα της Εθνικής κόντρα στη Βραζιλία του Ριβελίνο και του Ζαϊρζίνιο στο Μαρακανά μπροστά σε 100.000 Βραζιλιάνους. Ήταν 28 Απριλίου του 1974, λίγους μήνες αφότου ανέλαβε πρώτος προπονητής της Εθνικής Αντρών ο Αλκέτας Παναγούλιας, ο οποίος οδηγεί την Εθνική ομάδα στο ιστορικό 0-0 κόντρα στη Βραζιλία. Ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία της Εθνικής μέχρι τότε καθώς επρόκειτο για την εν ενεργεία παγκόσμια πρωταθλήτρια που ετοιμαζόταν να υπερασπιστεί τον τίτλο της στα γήπεδα της Γερμανίας σε λίγους μήνες.
Αξίζει μάλιστα να τονίσουμε, ότι η ΕΠΟ δίσταζε να αποδεχτεί την πρόσκληση των Βραζιλιάνων για το φιλικό ματς, αλλά μετά την πίεση του Αλκέτα Παναγούλια, ο οποίος έκανε λόγω για τεράστια ευκαιρία για τους Έλληνες παίκτες το ματς πραγματοποιήθηκε.
Μετά το τέλος του αγώνα, ο ενθουσιασμένος Αλκέτας Παναγούλιας, είχε δηλώσει: «Αυτή ήταν μόνο η αρχή».
Πράγματι, η αρχή είχε μόλις γίνει.
Η σημασία αυτού του αγώνα, και ο λόγος για τον οποίο στέκομαι σε αυτόν, ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο ενός απλά σημαντικού αποτελέσματος κόντρα σε μία εκ των κορυφαίων ομάδων του κόσμου. Στην ουσία πρόκειται για την τεράστια επιτυχία του Παναγούλια να δείξει στους Έλληνες ποδοσφαιριστές πως μπορούν να κοντράρουν οποιονδήποτε, αρκεί να το πιστέψουν. Και κατά συνέπεια η ελπίδα του Έλληνα φιλάθλου ότι η Εθνική μπορεί να τον εκπροσωπήσει επάξια. Μπορεί πλέον αυτό να μοιάζει προφανές, μα δεν ήταν πάντοτε έτσι…
Από τότε χρειάστηκε να περάσουν έξι χρόνια, μέχρι η Εθνική μας ομάδα να πετύχει την πρώτη της πρόκριση σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης. Ήταν το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1980 στην Ιταλία. Και τότε στο τιμόνι της Εθνικής μας ομάδας ήταν ο Αλκέτας Παναγούλιας, ο οποίος όχι μόνο κατάφερε να βρει το μονοπάτι της πρόκρισης για πρώτη φορά στην ιστορία, αλλά επιπλέον μπόρεσε να οδηγήσει τους Έλληνες παίκτες σε μία αξιοπρεπέστατη παρουσία ανάμεσα στις 8 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης.
Και ήταν και πάλι αυτός που θα την οδηγούσε στο Μουντιάλ του ΄94, το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο στην ιστορία με την συμμετοχή της γαλανόλευκης – ακόμα κι αν τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά στην τελική φάση. Η ουσία ήταν πως σιγά σιγά η Εθνική ομάδα, με αργά αλλά σταθερά βήματα πάλευε για να ανέβει κλιμάκια στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι, και μέχρι τότε πίσω από κάθε μεγάλη επιτυχία κρυβόταν ο χαρισματικός Αλκέτας Παναγούλιας.
Έτσι λοιπόν, ο Παναγούλιας ήταν εκείνος που πέτυχε την πρώτη και μεγαλύτερη συσπείρωση φιλάθλων γύρω από την Εθνική ομάδα. Κατάφερε να γεμίσει γήπεδα όπου αγωνιζόταν η Εθνική μας ομάδα, να αυξήσει κατακόρυφα το ενδιαφέρον της φίλαθλης κοινής γνώμης για την πορεία της γαλανόλευκης, ενώ μπόρεσε να φέρει κοντά και στους Έλληνες φιλάθλους της Ομογένειας την Εθνική.
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πέρα από τις ΗΠΑ στο Μουντιάλ ο Αλκέτας είχε οδηγήσει, ως άνθρωπος και ο ίδιος της ομογένειας, την Εθνική σε ένα πολυήμερο ταξίδι στην Αυστραλία το καλοκαίρι του ’78 όπου έδωσε 3 αγώνες με την εθνική Αυστραλίας, σε Μελβούρνη Σίδνει και Αδελαίδα γεμίζοντας τα στάδια με Έλληνες φιλάθλους.
Ο στόχος του σπουδαίου Έλληνα προπονητή, ήταν εξαρχής διπλός όντας στον πάγκο της Εθνικής μας. Κι αν ο πρώτος ήταν ξεκάθαρα να την οδηγήσει στις πρώτες της επιτυχίες, ο άλλος ήταν ίσως ακόμα δυσκολότερος και είχε να κάνει με την προσπάθεια να καλλιεργήσει ένα θετικό κλίμα προς όλους για την Εθνική μας. Να είναι όλοι ενωμένοι γύρω από την ομάδα. Και κοιτώντας σήμερα το παρελθόν, και κυρίως το που ήμασταν και που είμαστε, μπορούμε να πούμε πως και στους δύο στόχους έκανε τεράστια πρωτοποριακά βήματα.
Κλείνοντας, και με αφορμή έναν πραγματικό στρατιώτη της Εθνικής, τον Αλκέτα Παναγούλια, που κατάφερε τόσα και τόσα ώστε να έρθει σήμερα σε αυτό το επίπεδο το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, θα ήθελα να καλέσω όλη την αθλητική κοινότητα του τόπου, να σταθεί στο πλάι της Εθνικής μας ομάδας. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε πως στην σύγχρονη μίζερη κοινωνία μας, των δεκάδων προβλημάτων, η ομάδα όλων των Ελλήνων είναι ίσως από τα ελάχιστα που μας προκαλεί αμέριστη χαρά και υπερηφάνεια και κυρίως μας κρατά όλους ενωμένους απαλείφοντας τις διχόνοιες που έχει αποδειχτεί πολλάκις πως έχουμε στο αίμα μας ως λαός. Αυτή η ομάδα αξίζει και πρέπει να την στηρίξουμε έμπρακτα. Και πρέπει να τη στηρίξουμε για την ιστορία της, για τις στιγμές που μας έχει χαρίσει, για τις μνήμες που μας ξυπνά, για όσους αγωνίστηκαν με το εθνόσημο και έδωσαν και την ψυχή τους. Για τις μεγάλες προσωπικότητες που έδωσαν λίγη από τη λάμψη τους στην ομάδα. Για όσους έβαλαν την Εθνική πάνω από όλα. Για τον Αλκέτα.
Σας ευχαριστώ.»